- παμμιγῶς
- παμμιγήςmixed of all sortsadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμμιγής — παμμιγής, ές (Α) 1. ο αναμεμιγμένος με κάθε είδος («παμμιγῆ ἔθνη», ΠΔ) 2. (η αιτ. πληθ. ουδ. ως επίρρ.) παμμιγῆ με κάθε είδους ανάμιξη. επίρρ... παμμιγῶς (Μ) με ανάμικτο τρόπο, εντελώς ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι)] … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱԽԱՌՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0061 Chronological Sequence: 8c մ. παμμιγῶς nimis confuse Խառն ամենայն իրօք. խառնիխուռն. *Ի միմեանս ամենախառնաբար շփոթեալս. Դիոն. ածայ. ՟Ժ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)